- μαρασμοῦ
- μαρασμόςwitheringmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ГАЛЕН — • Galēnus, Γαληνός, Claudius, врач, история жизни и образования которого известна нам из многочисленных намеков в его сочинениях. Он родился в 131 г. от Р. X. в Пергаме. Отец его Никон, геометр и архитектор, был человек зажиточный и… … Реальный словарь классических древностей
Galēnos — Galēnos, Claudius, geb. 131 n. Chr. in Pergamum, wo sein Vater Nikon Architekt war; er studirte Philosophie u. Medicin erst in seiner Vaterstadt, dann nach seines Vaters Tode 152 in Smyrna, Korinth u. Alexandrien, bes. Anatomie. Zurückgekehrt… … Pierer's Universal-Lexikon
Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
γήρας — Η περίοδος της ζωής που ακολουθεί την ώριμη ηλικία και προηγείται του φυσικού θανάτου. Στις προηγμένες χώρες, θεωρείται ότι το γ. αρχίζει στα 60 χρόνια, ηλικία στην οποία αρχίζει συνήθως η παροχή σύνταξης ή η αποχώρηση από την ενεργό… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κατσιάζω — [κατσί] 1. (κυρίως για γάτες) αδυνατίζω υπερβολικά και χάνω το τρίχωμά μου 2. (για φυτά) εξασθενώ, παρουσιάζω σημεία μαρασμού 3. κάνω κάποιον ή κάτι να αδυνατίσει ή να μαραθεί … Dictionary of Greek
μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… … Dictionary of Greek
όαση — Γόνιμη εδαφική έκταση μέσα σε μια έρημο. Βασικός όρος για την ύπαρξη ο. είναι η παρουσία νερού, που κάνει γόνιμη μια έκταση, περισσότερο ή λιγότερο ευρεία, ανάλογα με την αφθονία του. Συχνά ο εφοδιασμός της ο. σε νερό γίνεται από τον υπόγειο… … Dictionary of Greek
Αμπελάκια — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ., 434 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στις ΒΔ πλαγιές της Όσσας και αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας Ιστορία.Η ανάγνωση επιγραφών βεβαιώνει πως τα Α. υπήρχαν τον 16ο αι.· σε αυτή την εποχή φαίνεται να… … Dictionary of Greek